κλώστρ(ι)α

κλώστρ(ι)α
η (Μ κλώστρα)
βλ. κλώστης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλώστης — ο, θηλ. κλώστρ(ι)α (Α κλωστής, Μ κλώστης, θηλ. κλώστρα) [κλώθω] (το αρσ. και θηλ.) ο κλώστης ή η κλώστρα εργαλείο νηματουργίας, αδράχτι νεοελλ. 1. τεχνίτης που φτ(ε)ιάχνει νήματα σε κλωστοϋφαντουργείο 2. το θηλ. η κλώστρια η κλωστική μηχανή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”